Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΟΡΓΑΝΟΠΟΙΟ

Στα πλαίσια του μαθήματος Ελληνικά μουσικά όγρανα, μας ανατέθηκε μία εργασία, να πάρουμε συνέντευξη από έναν οργανοποιό. Επέλεξα να πάρω συνέντευξη από τον κ. Κώστα Πολυμενάκο. Ο κ. Πολυμενάκος κατασκευάζει φλογέρες. Κατάγεται από την Πελοπόννησο (νομός Ηλείας), γεννήθηκε το 1971 στις Η.Π.Α. και μεγάλωσε στην Αθήνα. Παίζει φλογέρα, κλαρίνο και ακορντεόν, και είναι καθηγητής μουσικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Μέσα από τη συνέντευξη αυτή προσπάθησα να πάρω όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για την κατασκευή της φλογέρας, ώστε να σχηματίσω ολοκληρωμένη άποψη για αυτό το όργανο αυτό και τα στάδια κατασκευής του. Οι ερωτήσεις μου αφορούσαν τα υλικά κατασκευής, το πώς τα προμηθεύεται ο ίδιος, και τα στάδια κατασκευής της φλογέρας.

Επέλεξα να ασχοληθώ με τη φλογέρα, γιατί πάντα μου έκανε εντύπωση. Με συγκινεί η απλότητά της. Είναι ένα μικρό οργανάκι το οποίο όμως βγάζει πολύ γλυκό ήχο. Είναι το κατ΄ εξοχήν ποιμενικό όργανο, μαζί με τη μαντούρα και το σουραύλι, και το συναντούμε πολύ συχνά ανά την Ελλάδα. Από πολύ παλιά κρατούσε συντροφιά στους μοναχικούς βοσκούς ενώ συνήθως ο παίχτης ήταν και ο δημιουργός της, και την κατασκεύαζε τις ώρες ξεκούρασής του ή σε βουνοπλαγιές και μονοπάτια, προσέχοντας το κοπάδι του. Έτσι ο χαρακτήρας της έχει κάτι από την ευθύτητα της υπαίθρου και των ανθρώπων της.

Πριν πάρω τη συνέντευξη, εντόπισα κάποιες οργανολογικές πηγές, όσον αφορά στη φλογέρα, έτσι ώστε να είμαι προετοιμασμένη για ότι θα μου έλεγε ο οργανοποιός. Η πρώτη πηγή ήταν βιβλιογραφική: Ανωγειανάκης Φοίβος, 1991, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα (Αθήνα: Μέλισσα), σελ. 147-149. Στις σελίδες αυτές αναφέρονται λεπτομερώς τα στάδια κατασκευής της φλογέρας, ο τρόπος με τον οποίο παίζεται, τα είδη φλογερών που συναντούμε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Η δεύτερη πηγή ήταν από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ, από τη σειρά με τίτλο «ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥΣ», η εκπομπή «ΦΛΟΓΕΡΑ-ΣΟΥΡΑΒΛΙ-ΜΑΝΤΟΥΡΑ». http://www.ert-archives.gr/V3/public/index.aspx

Στο βίντεο αυτό αναφέρονται ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους όπου εικονογραφίες μαρτυρούν την παρουσία ποιμενικών οργάνων. Στη συνέχεια προβάλλονται κατασκευαστές που φτιάχνουν επί τόπου ξύλινη φλογέρα, σουραύλι και μαντούρα. Εξηγείται και περιγράφεται ο τρόπος κατασκευής τους και οι διαφορές που εντοπίζονται μεταξύ τους, και αναφέρονται οι τόποι της Ελλάδας στους οποίους συναντούμε το κάθε ένα από τα παραπάνω όργανα.

Επίσης χρησιμοποίησα ένα ερωτηματολόγιο σαν οδηγό: Λιάβας, Λάμπρος, 1999, «Τα μουσικά όργανα στον Έβρο: παράδοση και νεοτερικότητα». Μουσικές της Θράκης. Μία διεπιστημονική προσέγγιση: Έβρος (Αθήνα: Σύλλογος οι Φίλοι της Μουσικής-Ερευνητικό πρόγραμμα «Θράκη»), σελ.334-335.

Η συνέντευξη ήταν για μένα εύκολο να γίνει. Με τον οργανοποιό τυχαίνει να είμαστε οικογενειακοί φίλοι χρόνια, και ήταν παραπάνω από πρόθυμος να συναντηθούμε και να μου δώσει όποια πληροφορία ήθελα για τις φλογέρες, και φυσικά τη συνέντευξη. Έτσι πήγα στο σπίτι του, όπου στο υπόγειο έχει στήσει το εργαστήριό του, και έγινε μια πολύ ωραία συζήτηση – συνέντευξη. Έβγαλα και κάποιες φωτογραφίες τον χώρο όπου δουλεύει, και τις φλογέρες του. Ήταν ομιλητικότατος, πολύ συγκεκριμένος και κατανοητός σε αυτά που μου εξήγησε. Δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσω πολλά πράγματα, αφού τα περισσότερα τα είπε από μόνος του! Το σίγουρο είναι ότι αγαπάει πολύ τη δουλειά αυτή και την κάνει με πολύ μεράκι. Αυτό φαίνεται και από το αποτέλεσμα της δουλειάς του, οι φλογέρες του είναι όμορφες και προσεγμένες, με ωραίο ήχο (μου έπαιξε κιόλας).

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Τι όργανα φτιάχνετε;

Φτιάχνω παραδοσιακές φλογέρες χωρίς επιστόμιο.

Πώς και ειδικεύεστε στις φλογέρες;

Χρειαζόμουν φλογέρες για μένα, για να παίζω, και δεν έβρισκα πουθενά καλές φλογέρες. Μόνο ο δάσκαλός μου, μου είχε φτιάξει δύο τρεις, κι έτσι το πήρα πάνω μου και άρχισα να φτιάχνω μόνος μου. Μετά το προχώρησα. Δηλαδή ξεκίνησα για να καλύψω δικές μου ανάγκες.

Ο δάσκαλός σας ποιος ήταν;

Ο Χαράλαμπος Γιαννόπουλος, στο κλαρίνο και στη φλογέρα.

Πότε ξεκινήσατε;

Έφτιαξα την πρώτη μου φλογέρα το 1999.

Οπότε εσείς παίζετε κιόλας τα όργανα που φτιάχνετε.

Δεν γίνεται να φτιάξεις ένα όργανο που δεν παίζεις. Υπάρχουν κάποιοι κανόνες στην κατασκευή, αλλά και να τους εφαρμόσεις, αν ο ήχος δεν είναι καλός, τότε το όργανο έχει αποτύχει. Τελικό κριτήριο είναι ο ήχος και το κούρδισμα. Αν αυτά δεν είναι εντάξει…

Από τι ξύλα φτιάχνετε τις φλογέρες σας;

Έχω δοκιμάσει πάνω από σαράντα ήδη ξύλων από διάφορα δέντρα και θάμνους που φυτρώνουν στην Ελλάδα. Έκανα πάρα πολλά πειράματα και τελικά είδα ότι το καλύτερο ξύλο είναι αυτό που λέγανε και οι πιο παλιοί, της αφροξυλιάς και της αγριοκερασιάς. Αυτά τα δύο χρησιμοποιώ, αλλά χρησιμοποιώ και ξύλα του εμπορίου που έρχονται από το εξωτερικό, όπως έβενο, μπαντούκ, παλίσανδρο. Επίσης χρησιμοποιώ και καλάμια, αλλά όχι τα καλάμια από τις καλαμιές που φυτρώνουνε στα χωριά, και φτιάχνανε οι παππούδες παλιά φλογέρες. Αυτά φτιάχνονται πολύ εύκολα, αλλά δεν έχουνε καλό ήχο. Είναι δύσκολο να βρεις ένα με καλό σχήμα και να είναι όπως πρέπει. Δεν κουρδίζουνε καλά, δεν έχουνε μεστό ήχο. Χρησιμοποιώ κυρίως μπαμπού.

Πηγαίνετε και βρίσκετε ο ίδιος αυτά τα ξύλα και τα καλάμια; Ή τα αγοράζετε;

Αυτά που είναι από το εξωτερικό και τα μπαμπού τα αγοράζω, τα άλλα τα κόβω μόνος μου.

Πού φυτρώνουν αυτά τα δέντρα;

Αφροξυλιές έχει στο χωριό μου, στην Κρυόβρυση Ηλείας. Εκεί κόβω. Και όπου αλλού βρω. Αφροξυλιές βγαίνουνε μες στα χωριά από τα 500 μέτρα και πάνω, κοντά σε ρέματα, είναι γενικά κοινό φυτό. Αγριοκερασιές βρίσκω πιο πολύ στην Πελοπόννησο πάλι, στο Μέναλο, στη Ζήρια, στο Χελμό, στα βουνά.

Κόβετε μεγάλο μέρος του δέντρου;

Διαλέγω ένα μέρος που να είναι αρκετά χοντρό και ίσιο. Ίσιο γιατί αλλιώς δε γίνεται φλογέρα φυσικά, και να είναι κάπως χοντρό, για να έχω περιθώρια να το δουλέψω.

Πόσα ξύλα κόβετε κάθε φορά που πηγαίνετε;

Όσα καλά κομμάτια βρω, τα κόβω. Γιατί από αυτά, τα μισά θα πάνε χαμένα. Κάποια θα σκάσουνε, κάποια με το στέγνωμα θα στραβώσουνε. Αυτά τα κόβω συνήθως το Νοέμβρη με Δεκέμβρη, όταν έχουνε πέσει τα φύλλα, και δεν τραβάνε χυμούς τα φυτά. Γιατί όταν ένα δέντρο τραβάει χυμούς και το κόψεις, το ξύλο του θα είναι γεμάτο χυμούς και με το στέγνωμα θα μείνουν, να το πω απλά, πολλά κενά μέσα στο ξύλο. Ενώ το Δεκέμβρη τα κόβεις, και δεν έχουνε χυμούς. Και μάλιστα, κάνω αυτό που έλεγαν οι παλιοί, κόβω τα ξύλα όταν δεν έχει φεγγάρι. Γιατί το φεγγάρι τραβάει τους χυμούς. Συμβαίνει κάτι ανάλογο με το φαινόμενο της παλίρροιας. Και αν τα κόψεις τότε, δεν σκάνε τα ξύλα, ή σκάνε λιγότερο. Επίσης δεν τα τρώει το σκουλήκι όταν δεν έχουνε χυμούς.

Όταν κόβετε ξύλα, μπορεί να βρείτε π.χ. δέκα κομμάτια;

Ναι, ή και παραπάνω. Επίσης μπορεί να κόψεις ένα μεγάλο ξύλο και να βγάλεις δύο ή τρεις φλογέρες από αυτό.

Πηγαίνετε κάθε φθινόπωρο;

Όχι, πηγαίνω κάθε δύο ή τρία χρόνια, γιατί δεν φτιάχνω πολλά. Όταν δω ότι μου τελειώνουνε, πηγαίνω. Επίσης τώρα τελευταία χρησιμοποιώ πολύ τα ξύλα του εμπορίου, κι έτσι πάω ακόμα πιο σπάνια.

Τα κομμάτια αυτά είναι μικρά ή το δέντρο καταστρέφεται μετά το κόψιμο;

Δεν μ’ αρέσει να κάνω οικολογικές καταστροφές. Η αφροξυλιά είναι πολύ κοινή, και αν την κόψεις πετάει άπειρα βλαστάρια μετά, και μάλιστα αναπτύσσονται πολύ γρήγορα. Αν βρω ένα μεγάλο δέντρο αγριοκερασιάς, κόβω μια κλάρα και θα βγάλω από εκεί ξύλα για πέντε χρόνια. Δηλαδή δεν χρειάζεται να θερίσω όλο το δέντρο.

Με τι εργαλείο τα κόβετε;

Με πριόνι.

Μετά τα ξεραίνετε αυτά τα ξύλα;

Τα αφήνω στην αποθήκη και ξεραίνονται για τρία τέσσερα χρόνια

Αφού λοιπόν ξεραθεί το ξύλο, ξεκινάτε να φτιάχνετε τη φλογέρα. Πώς ξεκινάει η διαδικασία;

Κατ’ αρχήν ή θα τρυπήσω μόνος μου μια πολύ μικρή τρύπα κατά μήκος του ξύλου με τρυπάνι, ή αν ένα ξύλο είναι πολύ καλό και δε θέλω να το χάσω με τίποτα, θα το ισιώσω απ’ έξω και μετά θα το πάω σε έναν τορναδόρο να μου το τρυπήσει. Ο τορναδόρος είναι ένα πολυμηχάνημα που μπορεί να φτιάξει πάρα πολύ γρήγορα ότι σχήμα σωλήνα θέλεις. Εγώ θέλω όχι να ανοίξει την τρύπα όπως θα είναι στη φλογέρα μέσα, αλλά να κάνει ίσα ίσα έναν οδηγό, 4 με 5 χιλιοστά, όχι παραπάνω. Και μετά με ένα τρυπανάκι και μία λίμα θα το φάω μόνος μου σιγά σιγά. Πολύ σκληρή δουλεία, πολύ επίπονη και χρονοβόρα. Θα το φάω με τα εργαλεία μέχρι να πάρει ο σωλήνας από μέσα το σχήμα που θέλω στη φλογέρα. Πρώτα τον φτιάχνω από μέσα και μετά από έξω.

Κόβετε το ξύλο στο μήκος της φλογέρας;

Το κόβω λίγο παραπάνω από το μήκος της. Αφήνω περιθώριο κι από τις δύο μεριές, για να μη γίνει ζημιά.

Στην αρχή, για να φαρδύνω αυτή την αρχική τρύπα, βάζω τη λίμα στη μέγγενη, αυτό το εργαλείο που έχει δυο δόντια, τα οποία σφίγγουν και κρατάνε ότι θέλεις, εργαλεία ή το ξύλο για να μπορείς να το δουλέψεις. Και λιμάρω το ξύλο μέχρι να βγει όπως πρέπει.

Επειδή είναι πολύ σκληρή δουλειά χρησιμοποιώ και τον κάβουρα, το εργαλείο που έχουν και οι υδραυλικοί για να στρίβουν τους σωλήνες. Όλα αυτά είναι πρωτόγονες μέθοδοι, που τις έχω επιλέξει επίτηδες. Κάποιοι άλλοι φτιάχνουν την τρύπα σε τορναδόρο. Εγώ δεν θέλω να το κάνω έτσι. Θέλω να το φτιάχνω με τον παλιό τρόπο. Και γιατί μου αρέσει, και γιατί όταν βάζεις ένα ξύλο σε τέτοια δοκιμασία, σε ένα μηχάνημα, και του κάνεις αυτή τη δουλειά, που εγώ θα την κάνω για δέκα μέρες, του την κάνεις σε δέκα λεπτά, το ξύλο ζορίζεται πολύ, και αυτό έχει αντίκτυπο στον ήχο. Το έχω δοκιμάσει. Αυτό που κάνω εγώ είναι βασανιστικό, είναι δύσκολο και αντιεμπορικό. Δηλαδή δεν είναι μέθοδος για κάποιον που έχει καθημερινά παραγγελίες για φλογέρες. Δεν θα τελειώσει ποτέ. Αυτή η επιλογή μου επηρεάζει όλη την κατάσταση. Ουσιαστικά εγώ δεν κάνω εμπόριο. Αν μου παραγγείλει κάποιος, θα φτιάξω.

Μετά τη λίμα, θα μπει μέσα και λίγο γυαλόχαρτο για να λειανθεί και θα το ξύσω στις άκρες για να το φέρω εκεί που θέλω.

Αφού τελειώσει το από μέσα, θα βάλω το ξύλο στη μέγγενη, και θα αρχίσω να το τρώω με τη ράσπα.

Ή καμιά φορά αν είναι χοντρό το ξύλο θα χρειαστώ πριόνι για να το κόψω, και μετά θα δουλέψω τη ράσπα. Αλλά και το πριόνι είναι κοπιαστικό. Κάποιες φορές προτιμώ τη ράσπα, γιατί δουλεύει πιο γρήγορα, είναι πιο εύκολη. Με τη ράσπα το ξύλο θα γίνει πιο στρογγυλό, όπως αυτός ο έβενος.

Αυτός θέλει ακόμα δουλειά, για να φύγουν οι γωνίες. Μετά τη ράσπα, όπου το ξύλο θα έχει περίπου 3 χιλιοστά πάχος, το τρίβω από έξω με γυαλόχαρτο, έτσι ώστε να γίνει τελείως, 100% στρογγυλό.

Μάλιστα, σε κάθε σημείο, θα έχει το πάχος που θέλω. Δεν το φτιάχνω κύλινδρο, με το ίδιο πάχος παντού. Είναι αδύνατον επειδή η δουλειά γίνεται στο χέρι, και θέλω μπροστά να είναι λίγο πιο χοντρό, γιατί και ο σωλήνας μπροστά είναι πιο ανοιχτός, ενώ κάτω στενεύει. Τα γυαλόχαρτα που χρησιμοποιώ είναι διάφορα. Στην αρχή δουλεύω με χοντρά γυαλόχαρτα, για να φύγουν τα πολλά, και μετά το δουλεύω με πολύ ψιλό γυαλόχαρτο, ώστε η φλογέρα να γίνει γυαλί. Πριν όμως τη γυαλίσω πάρα πολύ καλά, ανοίγω τρύπες. Όταν τρίβουμε με γυαλόχαρτο φοράμε σκουφί και γυαλιά, γιατί βγάζει πάρα πολλή σκόνη. Αυτό εδώ το κόκκινο ξύλο, το μπαντούκ, είναι αφρικάνικο. Για να το τρίψεις και να το δουλέψεις αυτό, γίνεσαι κατακόκκινος. Επίσης έχει πολύ έντονη μυρωδιά βανίλιας όταν το τρίβεις. Η μυρωδιά και η σκόνη γεμίζουν την ατμόσφαιρα.

Πώς ανοίγονται οι τρύπες;

Για να πούμε πως ακριβώς ανοίγονται οι τρύπες, θέλουμε πολλές ώρες. Υπάρχουνε κάποιοι κανόνες. Οι παλιοί έβαζαν τα δάχτυλά τους πάνω, ανοίγανε τρύπες, και μετά ότι δεν το άκουγαν καλά, το διόρθωναν. Άνοιγαν ή έκλειναν λίγο παραπάνω. Εγώ δεν το κάνω έτσι. Έχω κάνει κάποιες μετρήσεις, έχω βγάλει κάποιους μαθηματικούς λόγους, βλέπω ότι μέχρι ένα σημείο ισχύουνε, ισχύουν όμως και πάρα πολλοί άλλοι παράγοντες. Το τρύπημα είναι μια πολύ ειδική δουλειά που θέλει πολλή συγκέντρωση, πολλή προσοχή και πολλή υπομονή. Δεν ανοίγω ποτέ παραπάνω από μία τρύπα την ημέρα, γιατί πρέπει να την ανοίξεις, να την ακούσεις, και βέβαια δεν ανοίγεις αμέσως μία τρύπα τελείως. Συνήθως τις ανοίγω όλες πρώτα, και μετά τις φτιάχνω, τις φέρνω στην τελική τους μορφή. Τώρα, πόσο απέχουν η μία από την άλλη, είναι περίπλοκο και ισχύει στο περίπου, ανάλογα με την περίπτωση. Έχει να κάνει με το ξύλο που χρησιμοποιείς, με το μήκος της φλογέρας, με το σχήμα του σωλήνα από μέσα, με το πώς φυσάς. Δεν είναι όπως π.χ. τα λαούτα ή τις λύρες, που παλιά ήταν σε κάθε μέρος ένας ονομαστός, πήγαιναν όλοι και έπαιρναν από αυτόν. Εδώ ο κάθε οργανοπαίχτης έφτιαχνε τα δικά του. Γι' αυτό και δεν υπάρχουν πολλοί κατασκευαστές πνευστών, φλογέρας. Εγώ φτιάχνω αυτές τις φλογέρες, αλλά δε σημαίνει ότι θα βολεύουν και κάποιον άλλο που παίζει φλογέρα. Και συνήθως, αν πάρει από μένα φλογέρα κάποιος που δεν έχει ξαναπαίξει, θα συνηθίσει με τα δικά μου όργανα και μετά αν πάρει από άλλον δε θα μπορεί να παίξει. Θα του φαίνονται τελείως διαφορετικές.

Λόγω της απόστασης που έχουν οι τρύπες μεταξύ τους;

Είναι το κούρδισμα γενικά. Υπάρχουνε τεράστιες διαφορές από παίχτη σε παίχτη και από κατασκευαστή σε κατασκευαστή. Υπάρχουν κάποια κοινά πράγματα, αλλά εγώ έχω δει ότι με του δασκάλου μου τις φλογέρες μπορώ να παίξω, ενώ με άλλων δε μπορώ να παίξω.

Με τι τις ανοίγετε τις τρύπες;

Στην αρχή με ένα ξυλογλυπτικό εργαλείο. Και μετά έχω μια λίμα, και τη φαρδαίνω, τη φέρνω όπως θέλω.

Ποια τρύπα ανοίγετε πρώτη;

Η πρώτη τρύπα που ανοίγω είναι η κάτω.

Μπορείτε να κλείσετε μια τρύπα αν δε σας βγει καλή;

Δεν την κλείνω. Αν ανοίξει μία τρύπα, δεν κλείνει μετά. Οι παλιοί την έκλειναν με κερί. Έβρισκαν διάφορα κόλπα. Αλλά εγώ δε θέλω. Δε μου αρέσει να έχει μπαλώματα το όργανο επάνω. Και γι αυτό παίρνω μετρήσεις, κάνω παρατηρήσεις. Όταν φτιάξω μία φλογέρα που είναι σωστή, αναλύεται μαθηματικά μέχρις εσχάτων, για να χρησιμοποιηθεί η εμπειρία της στην επόμενη. Προσέχω πάρα πολύ για κάθε χιλιοστό που φαρδαίνω την τρύπα. Γιατί αν αποτύχει πάει για πέταμα ή χρησιμοποιείται ως πειραματοφλόγερο!

Οι φλογέρες που φτιάχνετε έχουν πάντα τρύπα από πίσω;

Ναι. Οι παλιοί έβαζαν μόνο έξι τρύπες από πάνω. Αν βάλεις άλλη μία έχεις μια παραπάνω φωνή. Και πλέον χρειάζεται. Δηλαδή αν δεν τη βάλεις, σου λείπει μια βασική νότα. Επίσης τώρα πια βάζουμε άλλη μια νότα κάτω από τις έξι. Αν σε μία φλογέρα ντο, με εφτά τρύπες, θέλεις να παίξεις ένα τραγούδι σε πρώτο ήχο, θα το παίξεις με βάση τη δεύτερη τρύπα (κλείνοντας τις έξι τρύπες), ενώ τον τέταρτο ήχο και τον πλάγιο του τετάρτου θα τον παίξεις με κλειστές και τις εφτά τρύπες. Οπότε σε βολεύει να έχεις και την πίσω τρύπα, για να χρησιμοποιείς τον προσαγωγέα (σι). Δηλαδή οι παλιοί παίζανε με τις έξι, και μερικές φορές με και με την πίσω. Τώρα έχουμε βάλει και την έβδομη. Το έχουμε κάνει υπερσύγχρονο το όργανο!

Λοιπόν όταν θα ανοιχτούν οι τρύπες και θα φαίνεται πως όλα έχουνε γίνει σωστά, τότε θα λειάνω το όργανο απ' έξω τελείως. Γιατί πιο πριν πέφτουν επάνω πριονίδια, μαχαίρια, κοπίδια, γίνονται γρατζουνιές. Δε θες να λειάνεις το όργανο και μετά να το γρατζουνάς. Πρώτα ανοίγονται οι τρύπες και μετά γίνεται η λείανση μέχρι να γίνει γυαλί. Και αφού γίνει αυτό, για να μη σου σκάει η φλογέρα την περνάς με διάφορα. Εγώ βάζω γομαλάκα. Η γομαλάκα στην αρχή είναι αδιάλυτη. Αν της ρίξεις οινόπνευμα διαλύεται και παίρνει το χρώμα του μελιού, αλλά είναι πολύ πιο αραιά. Το απλώνουμε πάνω στο όργανο και στεγνώνει πολύ γρήγορα. Είναι κάτι αντίστοιχο με το λούστρο, μόνο που δεν είναι ανθυγιεινό σαν το λούστρο, ούτε μυρίζει έντονα.

Ανθυγιεινό για το ξύλο ή για εσάς;

Για εμάς. Το λούστρο είναι θάνατος, για να το βάζεις στο στόμα σου συνεχώς όταν παίζεις. Για τα έγχορδα είναι απαραίτητο, αλλά αν το βάλεις στη φλογέρα θα το μυρίζεις για τρία χρόνια, και είναι κρίμα. Δεν πετυχαίνεις τίποτα παραπάνω. Ενώ με τη γομαλάκα βάζεις πολλά χέρια και την απλώνεις με πινέλο. Τη γομαλάκα τη βάζω από μέσα, όχι από έξω. Από έξω βάζω αμυγδαλέλαιο.

Αυτή εδώ είναι μια αυτοσχέδια πατέντα. Εδώ πάνω βάζω τη φλογέρα όταν θέλω να την αλείψω με αμυγδαλέλαιο, για να μην την κρατάω και τη γεμίσω δαχτυλιές.

Π.χ. αυτή εδώ η φλογέρα απέτυχε. Άνοιγα τρύπες, δεν βγήκε καλή, δεν την αδυνάτησα, δεν τη σουλούπωσα. Πλέον χρησιμοποιείται έτσι για πειράματα. Επειδή υπογράφω τις φλογέρες μου, με μονογραφή, την έχω αυτή για δοκιμές.

Όλη αυτή η διαδικασία, από τη στιγμή που θα αρχίσεις να χτυπάς το ξύλο μέσα, μέχρι τη στιγμή που θα τελειώσει η φλογέρα, αν δουλεύεις κάθε μέρα μία ή μιάμιση ώρα, γιατί παραπάνω δεν αντέχεις αυτή τη σκληρή δουλεία, παίρνει από δεκαπέντε μέρες μέχρι ένα μήνα. Ανάλογα το μέγεθος, ανάλογα το ξύλο, γιατί και τα ξύλα δεν είναι όλα το ίδιο. Ο έβενος ας πούμε, είναι πάρα πολύ σκληρός. Η αφροξυλιά δουλεύεται πολύ πιο εύκολα. Η αφροξυλιά όπως βλέπεις έχει στη μέση ένα σφουγγαράκι. Τη λένε αφροξυλιά γιατί στη μέση της είναι αφρός. Ουσιαστικά είναι κούφια από μέσα και ανοίγει πιο εύκολα. Έχει μαλακό ξύλο γενικά και δουλεύεται πολύ καλά.

Ανάλογα με το μήκος οι φλογέρες έχουν και διαφορετικές τονικότητες;

Ναι, η μικρή έχει ψηλότερο τόνο. Η πιο μικρή που φτιάχνω εγώ είναι η σολ. Έχω φτιάξει και λα, αλλά εγώ δεν μπορώ να την παίξω, πρέπει κάποιος να έχει πιο λεπτά δάχτυλα. Η μεγαλύτερη φλογέρα που έχω φτιάξει είναι η χαμηλή σολ.

Ξέρετε ακριβώς το μήκος της φλογέρας για κάθε τονικότητα;

Ναι, αλλά και πάλι ποτέ δεν μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρος. Έχω σημειώσει ενδείξεις για το μήκος του οργάνου σε κάθε τονικότητα, πάνω σε αυτό το χάρακα, εμπειρικά.

Οπότε υπολογίζετε ανάλογα με το μήκος του ξύλου τι τονικότητα θα φτιάξετε;

Ναι, βέβαια.

Έχετε φτιάξει από όλες τις τονικότητες;

Ναι, ακόμα και τις διέσεις. Αλλά κάποιες, όπως η σολ ή η ρε δίεση, δε μου χρειάστηκαν ποτέ. Δεν έτυχε να παίξω τίποτα από αυτές τις τονικότητες με αυτές τις φλογέρες. Και γι αυτό έχω και πολλά χρόνια να φτιάξω, αφού δε χρειάζονται. Ενώ οι άλλες, π.χ. λα, σολ, ρε, μι, ντο, σι χρησιμοποιούνται πάρα πολύ.

Είναι κάποια από όλες τις φλογέρες που έχετε φτιάξει, που είναι η αγαπημένη σας;

Είναι μία. Αν και όλες είναι αγαπημένες μου. Και επίσης, δεν τελειώνει ποτέ αυτή η δημιουργία. Συνέχεια, όσο φτιάχνεις μαθαίνεις, βρίσκεις, και κανονικά πρέπει κάθε φλογέρα να είναι καλύτερη από τις προηγούμενες. Δεν γίνεται πάντα αυτό, αλλά γενικά όσο περνάει ο χρόνος, καλυτερεύουν οι φλογέρες.

Είπατε ότι μονογράφετε τις φλογέρες σας;

Ναι, με τα αρχικά μου. Και από κάτω έχω τον αριθμό της φλογέρας. Τους έχω ένα αύξοντα αριθμό, και έχω ένα αρχείο, για να ξέρω πού βρίσκονται και πότε τις έφτιαξα.

Επισκευάζετε φλογέρες;

Όχι. Η φλογέρα, εκείνο που μπορεί να πάθει, είναι να σκάσει το ξύλο. Αλλά αν σκάσει το ξύλο στη φλογέρα, καλύτερα πάρε άλλη φλογέρα. Γιατί είναι ένα μικρό όργανο σχετικά, και το σκάσιμο θα είναι διαμπερές. Δεν είναι σαν το κλαρίνο, που έχει το ξύλο του ένα αρκετό πάχος, θα κάνει μία χαραμάδα, θα την πας στον μάστορα και θα τη βουλώσει. Εδώ αν σκάσει, θα ανοίξει το όργανο και δε θα παίζει καθόλου. Οπότε αχρηστεύεται. Δύο δικές μου φλογέρες που έχουν σκάσει δεν τις έχω επισκευάσει. Αν χαλάσουν φτιάχνω άλλες. Το άλλο που μπορεί να συμβεί είναι να μην έχει βάλει μέσα γομαλάκα, αυτός που την έφτιαξε, και με την υγρασία να σαπίσει. Εκεί δεν μπορείς να φτιάξεις κάτι. Είναι για πέταμα.

Σε αυτή τη φλογέρα που βλέπω εδώ έχει μπει η γομαλάκα;

Ναι έχει μπει, αλλά έχουν περάσει πολλά χρόνια. Η γομαλάκα θέλει ανανέωση. Αν παίζεις πολύ θέλει κάθε δύο χρόνια ξαναπέρασμα. Δεν είναι τίποτα το φοβερό. Δεν είναι σαν το λούστρο. Το λούστρο κρατάει πάρα πολύ, αλλά εγώ δεν το θέλω καθόλου. Επειδή είχα φτιάξει παλιά πολλές φλογέρες από λούστρο, το λούστρο σου σκεπάζει τόσο πολύ το ξύλο, που είναι σαν να παίζεις φλογέρα από λούστρο, από άλλο υλικό. Ενώ εδώ είναι πιο ξύλινος ο ήχος.

Τι ρεπερτόριο παίζετε με τις φλογέρες;

Στεριανά. Συρτά, τσάμικα, καλαματιανά. Δεν ασχολούμαι με τα θρακιώτικα, και νομίζω και πως ένας θρακιώτης τη φλογέρα θα την έφτιαχνε αλλιώς. Γιατί εξυπηρετεί το συγκεκριμένο ρεπερτόριο.

Τον πάγκο πάνω στον οποίο δουλεύετε, μόνος σας τον στήσατε;

Με κάποια βοήθεια. Είναι γερός, βιδωμένος στον τοίχο και καρφωμένος στο πάτωμα, γιατί δεν πρέπει να κουνιέται. Εάν καθώς δουλεύεις ο πάγκος δεν είναι σταθερός, χάνεις πολλή ενέργεια στο να τον συγκρατείς.

Φλογέρες από αγριοκερασιά, έβενο και αφροξυλιά.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Το θέμα της εργασίας αυτής είναι τα μουσικά όργανα του ελλαδικού χώρου ως φορείς νοημάτων, στα πλαίσια του μαθήματος Ελληνικά Μουσικά Όργανα. Εξετάστηκαν τα μουσικά όργανα όχι μόνο ως όργανα παραγωγής ήχου και μουσικής, αλλά ως αναφορές σε κοινωνικά πρότυπα ή αντιλήψεις με τις οποίες έχουν συνδεθεί, προκαταλήψεις, εθνογραφικά στοιχεία ή άλλες έννοιες που τα χαρακτηρίζουν.
Είναι γεγονός πως η παραδοσιακή μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εδώ και αιώνες. Σκοπός μου ήταν να ανακαλύψω σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο τα μουσικά όργανα καθρεφτίζουν τις διάφορες πτυχές των κοινωνιών της ελληνικής υπαίθρου. Μέσα από τη ματιά ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν απαραίτητα ασχοληθεί ιδιαίτερα με την παραδοσιακή μουσική, θεωρούν όμως αυτονόητη την συνύπαρξη της ελληνικής κοινωνίας με αυτή, προσπάθησα να προσδιορίσω τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα ελληνικό μουσικό όργανο: με ποια πολιτικά ή κοινωνικά πλαίσια το έχουν συνδέσει, τι νοήματα μπορεί να τους μεταφέρει, ποιες σκέψεις ή συναισθήματα μπορεί να τους προκαλεί.
Η ερευνητική μέθοδος που χρησιμοποίησα για την εργασία αυτή ήταν η συνέντευξη μέσω ερωτηματολογίου στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν τέσσερα άτομα. Οι ερωτηθέντες δεν επιλέχθηκαν απαραίτητα με βάση τη σχέση τους με τη μουσική. Ερωτήθηκαν δύο άνδρες και δύο γυναίκες: ένας φοιτητής του Τ.Ε.Ι. Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής 22 ετών, μία καθηγήτρια πιάνου 50 ετών, μία φοιτήτρια του τμήματος Μ.Ε.Τ στην κατεύθυνση της σύγχρονης μουσικής 23 ετών, και ένας οδοντίατρος 57 ετών.
Με τις ερωτήσεις που έθεσα στην συνέντευξη αυτή θέλησα να προσεγγίσω το παραδοσιακό βιολί, γιατί ασχολούμαι με το όργανο αυτό αρκετά χρόνια. Το βιολί είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα όργανα στον ελλαδικό χώρο, με πολύ χαρακτηριστικό ηχόχρωμα. Προσπάθησα λοιπόν να εκμαιεύσω από τους ερωτώμενους, βάζοντάς τους να ακούσουν μία μελωδία από παραδοσιακό νησιώτικο βιολί, τι συναισθήματα τους προκαλεί ο ήχος του βιολιού, εάν τον έχουν συνδέσει με χαρακτηριστικές εικόνες, αλλά και σε ποιο γεωγραφικό, πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο τοποθετούν το συγκεκριμένο όργανο. Επίσης έθιξα το θέμα του φύλου του οργανοπαίκτη, ερευνώντας τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τη διαφορά της θέσης του άντρα και της γυναίκας μέσα στην κοινωνία σε παλαιότερες εποχές, αλλά και τα κατάλοιπα των προκαταλήψεων αυτών, εάν υπάρχουν.
Πολλοί μουσικοί ερευνητές έχουν επισημάνει τη σχέση των μουσικών οργάνων με το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται. Σύμφωνα με τον Dawe (2003:274), «τα μουσικά όργανα σχηματίζονται, δομούνται και σμιλεύονται μέσα από την ατομική και συλλογική εμπειρία, ενώ παράλληλα κατασκευάζονται από μια μεγάλη ποικιλία φυσικών και συνθετικών υλών. Αποκτούν οντότητα εκεί όπου συναντιούνται η υλική, η κοινωνική και η πολιτισμική διάσταση». Ένα μουσικό όργανο προσδιορίζεται πλήρως και αποκτά ταυτότητα όταν τοποθετηθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, κοινωνικό και γεωγραφικό.
Όπως αναφέρει ο Ανωγειανάκης (1991:43), «η μελέτη των μουσικών οργάνων δε φωτίζει μόνο την ιστορία της μουσικής,[...] αλλά και πολλά προβλήματα της κοινωνιολογίας, της θρησκείας [...] και της γενικής ιστορίας». Οι εθνομουσικολόγοι απέδιδαν πάντα στα μουσικά όργανα κάθε τόπου ξεχωριστή σημασία, αφού αυτά βοηθούν στην κατανόηση των πολιτιστικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων.
O Χτούρης αναφέρει σχετικά (2007:42): «η ταύτιση συγκεκριμένων γλεντιστών ή μελών μίας κοινωνικής ομάδας ή τοπικής κοινότητας με ένα ηχητικό τοπίο που κατασκευάζεται μέσω της μουσικής επιτέλεσης, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο δίκτυο ανάλογων πρακτικών. Τέτοια δίκτυα [...] διαμορφώνουν ένα πλαίσιο για τη δημιουργία κοινών ερμηνευτικών κατευθύνσεων του γλεντιού και της ευρύτερης επιτέλεσης που συνδέεται με την "παραδοσιακή μουσική", μεταξύ των μελών διαφορετικών κοινωνικών μονάδων, τοπικών κοινοτήτων, ή ακόμα και εθνοτικών ομάδων. [...] Σε αρκετές περιπτώσεις τα δίκτυα αυτά δημιουργούνται από περιοδεύοντες μουσικούς ή κομπανίες, καθώς επίσης από γλεντιστές που επισκέπτονται τα λαϊκά πανηγύρια και τις τοπικές εορτές. Σε αυτή τη διαδικασία ταύτισης και διαφοροποίησης του ηχητικού τοπίου σημαντικό ρόλο παίζουν και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν διάφοροι εκτελεστές. Οι ίδιοι ρυθμοί και μελωδίες μπορούν να επιτελούνται σε όμορες γεωγραφικές περιοχές με τη χρήση διαφορετικών μουσικών οργάνων (βιολί και σαντούρι, λύρα, πνευστά). Αυτή η διαφοροποίηση μετασχηματίζει μερικά τον τρόπο της μουσικής επιτέλεσης και εξειδικεύει το μουσικό ηχόχρωμα, έτσι ώστε να διαμορφώνονται ειδικά ηχητικά περιβάλλοντα.» Από αυτή τη σκοπιά, η συγκριτική προσέγγιση των ηχητικών τοπίων μπορεί να αποδώσει σημαντικά στοιχεία για τους μηχανισμούς που συγκροτούν, αναδεικνύουν και μεταβάλλουν διαχρονικά την πολιτιστική ταυτότητα και την πολιτιστική διαφοροποίηση ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με αναφορές του Ανωγειανάκη (1991:27) στην ελληνική κοινωνία, «μαζί με το τραγούδι και τα παλαμάκια, ο ελληνικός λαός χρησιμοποιεί από παλιά κάθε δυνατό συνδυασμό οργάνων, για να συνοδέψει το τραγούδι και το χορό του». Κάποιοι συνδυασμοί οργάνων καθιερώθηκαν με τον καιρό σαν οργανικά σχήματα, και χαρακτήριζαν την μουσική ζωή συγκεκριμένων περιοχών. Τα πιο γνωστά λαϊκά τέτοια σχήματα είναι η νησιώτικη ζυγιά βιολί -λαούτο, η ζυγιά της ηπειρωτικής Ελλάδας ζουρνάς-νταούλι κι η κομπανία κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι. Η ζυγιά ζουρνάς-νταούλι, λόγω του διαπεραστικού της ήχου ήταν κατάλληλη για ανοιχτούς χώρους, πανηγύρια και γλέντια στην πλατεία του χωριού. Η κομπανία αντίθετα, με πρωτεύον όργανο το κλαρίνο, έπαιζε στους κλειστούς χώρους λόγω του λεπτότερου ηχοχρώματος της. Με το πέρασμα του καιρού η ζυγιά ζουρνάς-νταούλι αντικαθίσταται από την κομπανία, όπως ακριβώς η αχλαδόσχημη λύρα αντικαθίσταται από το βιολί.
Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες και ιδιαίτερα εκείνοι που έπαιζαν όργανα κατάλληλα για ανοιχτούς χώρους, όπως ο ζουρνάς ή το νταούλι, συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση του μουσικού φρονήματος των Ελλήνων της υπαίθρου. Μέσα από τη συνεχή ενασχόλησή τους με το όργανο στα πανηγύρια και τους γάμους, και θέλοντας πάντα να «χορέψουν» όσο καλύτερα μπορούσαν τον κόσμο, οι άνθρωποι αυτοί διαμόρφωσαν τη μουσική παράδοση της ελληνικής μουσικής, το οργανικό ύφος και τις δομές των μελωδιών (Ανωγειανάκης, 1991:28-29).
Βλέπουμε επίσης, όπως αναφέρει ο Κοφτερός(1998:15) χαρακτηριστικά για τους κατοίκους της Λέσβου ότι είχαν τη μουσική στο αίμα τους. Για κάθε κοινωνικό γεγονός και κάθε περίσταση είχαν στα χείλη τους έτοιμο ένα τραγούδι και μια μελωδία, που παιζόταν με τη συνοδεία οργάνων. Τα μουσικά όργανα του νησιού ήταν το βιολί, το σαντούρι και τα «φυσερά», όπου όλα μαζί αποτελούσαν την κομπανία. Σε κάθε χωριό του νησιού υπήρχε τουλάχιστον μία κομπανία, ενώ σε διάφορες περιοχές υπήρχε και η ζυγιά με γκάιντα ή ζουρνά και νταούλι.
Το βιολί κατασκευάστηκε στην Ελλάδα σύμφωνα με τα πρότυπα της Δύσης (http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tradition/traditional_music.htm). Ο τρόπος παιξίματος όμως προσαρμόστηκε, η τεχνική του άλλαξε και αφομοιώθηκε από τις παραδόσεις των νησιών του Αιγαίου. Οι τέσσερις χορδές του κουρδίζονται σε πέμπτες (σολ, ρε, λα, μι) αν και συναντούμε πολλούς οργανοπαίκτες να κουρδίζουν τη χορδή μι, σε ρε, «αλά τούρκα», δηλαδή όπως οι Τούρκοι (www.nikaria.gr). Το συναντάμε ανά την Ελλάδα σε πολλές περιοχές. Θα το βρούμε στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, και στα δύο άκρα της Κρήτης (Χανιά και Λασίθι) να πρωταγωνιστεί στη νησιώτικη ζυγιά (βιολί, λαούτο). Σε όλα τα παραπάνω μέρη πλέον είναι το βασικό μελωδικό όργανο, αν και παλαιότερα το λαούτο δεν είχε αποκλειστικά συνοδευτικό ρόλο. Επίσης το συναντάμε στην ηπειρωτική Ελλάδα να συμμετέχει ως δευτερεύον μελωδικό όργανο στην κομπανία (βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, λαούτο) (Ανωγειανάκης, 1991:276). Παρ’ όλο που το κλαρίνο εδώ είναι το βασικότερο μελωδικό όργανο, το βιολί δε λείπει ποτέ. Συμπληρώνει με το ηχόχρωμα, τα γεμίσματα και τις μελωδίες στη χαμηλή οκτάβα και δένει αρμονικά με τα υπόλοιπα όργανα.
Εκτός από την κοινή ονομασία του το συναντάμε και με άλλες ονομασίες: διολί (Ήπειρος), βιολάριν και βιολούδιν, βκιολίν (Κύπρος), ιβγιλί (Σιάτιστα), βγελούνι (Χίος), βζολί (Κάλυμνος), δγουλί (Καστοριά), κ.ά. Παλαιότερα το βιολί παιζόταν από πολλούς κρατημένο στον αριστερό μηρό, όπως η λύρα. Ο λαϊκός βιολιστής σήμερα κρατάει το βιολί με το γνωστό τρόπο, δηλαδή ακουμπάει το βιολί στον ώμο του, χωρίς όμως να το πιέζει και με το σαγόνι, όπως γίνεται με τους βιολιστές της ευρωπαϊκής μουσικής. Αντίθετα, στηρίζει το βιολί με τον καρπό του αριστερού χεριού του και την παλάμη του που αγκαλιάζει το μανίκι του οργάνου. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί την τεχνική του λαϊκού βιολιστή από αυτή του κλασικού. Η τεχνική της κίνησης του δοξαριού είναι επίσης πιο απλή. Ο λαϊκός βιολιστής δεν χρησιμοποιεί όλο το δοξάρι, αλλά ένα μέρος του, ενώ συχνά κινεί παράλληλα και το δοξάρι.
Σήμερα ο λαϊκός βιολιστής, επηρεασμένος από τη δυτική μουσική, υιοθετεί σιγά σιγά την τεχνική των βιολιστών της κλασικής μουσικής κρατώντας μόνο τις παραδοσιακές τεχνικές που απαιτούνται για την εκτέλεση του ελληνικού μουσικού ύφους. (Ταμπούρης: THE GREEK FOLK INSTRUMENTS, Βιολί).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


Ερωτήσεις

1.Τι σου έρχεται στο μυαλό ακούγοντας αυτή τη μελωδία (Χουζάμ, Στάθης Κουκουλάρης, από τον δίσκο: Από τη Μικρασία στο Αιγαίο); (σκέψεις, συναισθήματα, θύμησες).
2.Με τι έχεις συνδέσει τις λέξεις «παραδοσιακό βιολί» και γιατί;
3.Έχεις συνδέσει το παραδοσιακό βιολί με κάποια συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας και για ποιο λόγο;
4.Το βιολί συνηθίζεται να παίζεται και από άντρες και από γυναίκες. Υπάρχουν άλλα όργανα όπως π.χ. το κλαρίνο ή ο ζουρνάς, τα οποία παίζονται μόνο από άντρες. Γιατί πιστεύεις ότι με το βιολί δεν συμβαίνει αυτό;

Απαντήσεις

1. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι εικόνες τις οποίες μου ενεργοποιεί η συγκεκριμένη μουσική είναι διάφορες αλλά όχι πολύ διαφορετικές. Ο ήλιος και το φωτεινό στοιχείο κυριαρχούν ως εικόνες. Το λευκό, το κίτρινο και το γαλάζιο κυριαρχούν σαν χρώματα στις σκέψεις μου, καθώς και αρμονική συνύπαρξη υγρού και αέρινου στοιχείου. Προφανώς και επηρεάζομαι από το γεγονός το ότι αυτό που ακούω είναι νησιώτικο. Αυτά που με κάνει να θυμάμαι είναι νησιώτικες φορεσιές, γυναικείες και αντρικές, να λικνίζονται αργά αλλά παλμικά από χορευτές τους σε μια ηλιόλουστη πλατεία ή σε αυλή εκκλησίας, καθώς και τους μουσικούς να συμμετέχουν ενεργά σε όλη τη χορευτική αυτή επιτέλεση.

2. Τον όρο παραδοσιακό βιολί τον έχω συνδέσει αρχικά με τους τόπους στους οποίους το συναντούμε και το ακούμε καθώς και με οργανοπαίκτες του βιολιού, επειδή όλα όσα ανέφερα είναι τα μέσα και τα μέρη όπου μπορούμε να έρθουμε σε οπτική και ακουστική επαφή με αυτό που λέγεται παραδοσιακό βιολί. Ο προσδιορισμός ‘παραδοσιακό’ συνδέει αυτόματα το βιολί με το γήινο θαλασσινό ή ορεινό στοιχείο, ανάλογα τη γεωγραφία καθώς το κλασσικό βιολί συνηθίζουμε να το ακούμε σε κλειστούς χώρους.
3. Έχω συνδέσει το παραδοσιακό βιολί με το Αιγαίο, την Ήπειρο, και τη Μικρά Ασία (αν βέβαια η τελευταία μπορεί να ενταχτεί στο μουσικογεωγραφικό πολιτισμικό της ελληνικής κουλτούρας), γιατί πολύ απλά σε αυτά τα μέρη είναι ακόμη ζωτικός και ζωντανός ο ρόλος του.
4. Νομίζω ότι το γεγονός ότι το βιολί παίζεται και από γυναίκες οφείλεται σε μουσικοστυλιστικά πρότυπα της Δύσης, όπως επίσης και από κοινωνικά στερεότυπα που αφορούν τη θέση της γυναίκας στους τελευταίους αιώνες. Επιπρόσθετα, παίζει ρόλο και το ρεπερτόριο του βιολιού που μπορεί μια γυναίκα να υποστηρίξει και να υπηρετήσει. Πότε δε συναντούμε μια γυναίκα να παίζει σμυρναίικο βιολί σε έναν τεκέ, αλλά βλέπουμε γυναίκες να παίζουν, ακόμη και παραδοσιακό βιολί, σε μουσικές σκηνές. Το βιολί ως τεχνική μουσική οντότητα έχει συνδεθεί με αρμονικά αισθητικά πρότυπα με τα οποία μπορεί μια γυναίκα να συμβαδίσει σε αυτά με περισσότερη ευκολία σε σχέση με άλλα όργανα, των οποίων βέβαια δεν αμφισβητούμε την αισθητική τους.
Φοιτητής τμήματος Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής, Τ.Ε.Ι. Άρτας, 22 ετών.


1. Το άκουσμα αυτής της μελωδίας μου προκαλεί συναισθήματα που ταιριάζουν περισσότερο με τις έννοιες της λύπης και της μελαγχολίας. Όμως είναι σαφές ότι όλα αυτά διαπνέονται από μία αίσθηση ηρεμίας, που δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτό που ονομάζουμε «γοερό θρήνο». Πιθανόν τα συναισθήματα αυτά που μου δημιουργήθηκαν, να έχουν σχέση και με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν όταν άκουσα τη μελωδία, όμως η συγκεκριμένη μελωδία δεν κατάφερε να μου αλλάξει τη διάθεση (δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι αυτός μπορεί να ήταν ο σκοπός του καλλιτέχνη), όπως ασφαλώς θα συνέβαινε με άλλες μελωδίες, παιγμένες πάλι από παραδοσιακό βιολί.
2. Το παραδοσιακό βιολί είναι όργανο με το οποίο είναι δεμένη η ζωή της ελληνικής υπαίθρου (όχι ασφαλώς των μεγάλων αστικών κέντρων). Είναι απαραίτητο στοιχείο σε όλες τις γιορτές, τα πανηγύρια, τους γάμους και τα γλέντια του ελληνικού χωριού. Ακόμη έχω την αίσθηση ότι το παραδοσιακό βιολί αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας στο παίξιμο και έκφρασης στον οργανοπαίκτη, από ό,τι αφήνει το κλασσικό βιολί, όπου τα πράγματα εκεί είναι πιο «στυλιζαρισμένα». Ο αυτοσχεδιασμός στην παραδοσιακή μουσική αποτελεί σχεδόν κανόνα, όχι μόνο για το βιολί αλλά για τα περισσότερα παραδοσιακά όργανα, ενώ στην κλασσική (δυτική) μουσική είναι κάτι το εντελώς εξειδικευμένο.
3. Είναι γνωστό ότι το βιολί είναι το κατ’ εξοχή όργανο του ελληνικού νησιού και ιδιαίτερα του Αιγαίου, πολύ λιγότερο του Ιονίου και της Κρήτης. Όμως ακούγεται συχνά και στη Μακεδονία και τη Θράκη και λιγότερο στην υπόλοιπη Ηπειρωτική Ελλάδα, όπου κυριαρχεί το κλαρίνο. Η σύνδεση που υπάρχει στη σκέψη μου με τις περιοχές αυτές προέρχεται από τις μελωδίες που έχω ακούσει, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω κάποια άλλη αιτία.
4. Η αναφορά στην ερώτηση αυτή γίνεται στα παραδοσιακά όργανα (παραδοσιακό βιολί, κλαρίνο, ζουρνάς). Θα έλεγα ότι το βιολί που συνηθίζεται να παίζεται και από άνδρες και από γυναίκες είναι το κλασικό βιολί και όχι το παραδοσιακό. Το παραδοσιακό βιολί άρχισε να παίζεται και από γυναίκες τα τελευταία χρόνια και αυτό βέβαια δεν είναι κακό. Αν ανατρέξουμε όμως στο πρόσφατο παρελθόν της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, με δυσκολία θα βρούμε, ίσως, κάποια γυναίκα οργανοπαίκτρια παραδοσιακού βιολιού. Εγώ τουλάχιστον, δεν έχω υπόψη μου καμία. Όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι παραδοσιακού βιολιού στις ημέρες μας, αλλά και οι οργανοπαίκτες στη δισκογραφία μέχρι την εποχή του 1960, τουλάχιστον στην προσιτή σε μένα, είναι άνδρες.
Η αιτία αυτού του γεγονότος, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να αναζητηθεί στην κοινωνική θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και της κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης και των παραλίων της Μ. Ασίας, κατά τους χρόνους από την απελευθέρωση μέχρι και το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα, η οποία δεν της επέτρεπε να «εκτεθεί», παίζοντας δημόσια κάποιο όργανο (όχι μόνο βιολί), για να χορεύουν και να διασκεδάζουν οι άνδρες. Η αλλαγή της κοινωνικής θέσης της γυναίκας κατά τα τελευταία χρόνια της έδωσε τη δυνατότητα να εκφράζεται καλλιτεχνικά και στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής και εκτιμώ ότι στα επόμενα χρόνια θα υπάρξει έντονη η γυναικεία παρουσία και στα μουσικά σχήματα που εμφανίζονται, αλλά και στο χώρο της δισκογραφίας.
Ας προσθέσω στα παραπάνω, μια και στην ερώτηση το βιολί αντιδιαστέλλεται προς το κλαρίνο και το ζουρνά, ότι για τα δύο αυτά όργανα μάλλον δεν βοηθάει και η σωματική διάπλαση της γυναίκας, διότι χρειάζονται «γερά πνευμόνια» για να παίξεις παραδοσιακά πνευστά.
Οδοντίατρος, 57 ετών.

1. Αυτή η μελωδία μου δημιουργεί ένα αίσθημα χαρμολύπης. Χωρίς να είναι πολύ χαρούμενη, μου δίνει μία αίσθηση ηρεμίας και ελπίδας. Σκέφτομαι ότι η ζωή μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά είναι και όμορφη. Και αυτό που την ομορφαίνει είναι η Αλήθεια και η Αγάπη.
2. Με τους ελληνικούς χορούς και την ελληνική μουσική, με το ελληνικό παραδοσιακό γλέντι.
3. Με τα νησιά (του Ιονίου και του Αιγαίου), γιατί σ’ αυτές τις περιοχές είναι βασικό όργανο το βιολί στους χορούς και τα τραγούδια που έχω ακούσει.
4. Υποθέτω ότι το κλαρίνο και περισσότερο ο ζουρνάς, είναι κουραστικά στο φύσημα. Πάντως το να παίζουν γυναίκες μουσική παραδοσιακή με όργανα παραδοσιακά δημόσια σε πανηγύρια, πρέπει να είναι φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Γιαγιάδες να τραγουδούν έχω δει σε εκπομπές παραδοσιακής μουσικής, αλλά να παίζουν όργανα δεν έχω δει ποτέ. Επίσης, ξέρω ότι οι γυναίκες τραγουδούσαν σε δημόσιες εκδηλώσεις. Για όργανα όμως, δεν θυμάμαι να άκουσα ποτέ ή να είδα γυναίκες να παίζουν σε απεικονίσεις ή έστω σε ηχογραφήσεις παλαιές.
Εκπαιδευτικός, 50 ετών.


1. Η μελωδία αυτή μου θυμίζει χορό στα καλοκαιριάτικα πανηγύρια του χωριού που μεγάλωσα, την Κίσαμο της Κρήτης, με φαγητά και μπαλοθιές, άσπρα σπιτάκια, γιαγιάδες να χορεύουν, καμάρες, μαντήλια και θάλασσα.
2. Έχω συνδέσει τις λέξεις παραδοσιακό βιολί με την Κρήτη και τα χορευτικά όπου χορεύαμε και μας συνόδευαν βιολιά, αλλά και τις χοροεσπερίδες και τους γάμους, όπου εκεί ακούγαμε βιολιά. Ερχόμενη πριν λίγα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, άκουσα εντελώς διαφορετικά παιξίματα από μακεδονίτικα βιολιά.
3. Ναι, με τα χωριά της Κρήτης στα Χανιά και το Λασίθι., επειδή εκείνα τα μέρη ήταν ο μοναδικός τόπος στον οποίο άκουγα βιολιά, αλλά και χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο άκουγα να παίζεται το βιολί, αφού δεν είχα άλλα ακούσματα π.χ. Κλασικού βιολιού.
4. Πιστεύω ότι και με το βιολί γίνεται αυτό. Ειδικά στο κρητικό βιολί. Δεν θα συναντήσεις εύκολα γυναίκα στην Κρήτη να παίζει βιολί, και εάν βρεις θα την περιφρονούν και δεν θα μπορεί εύκολα να παίξει σε δουλειά ή πανηγύρι. Οι περισσότερες γυναίκες στην Κρήτη παίζουν μαντολίνο. Δεν το επιτρέπει η κοινωνία κάτω, είναι πιο κλειστή. Αυτό βέβαια συμβαίνει στην κρητική μουσική, όχι στην έντεχνη. Παρ' όλα αυτά εδώ στη Μακεδονία έχω δει αρκετές γυναίκες να παίζουν βιολί. Νομίζω πως αυτό έχει σχέση με τη θηλυκότητα που βγάζει αυτό το όργανο. Ο ζουρνάς και το κλαρίνο έχουν συνδεθεί από παλιά με το αντρικό φύλο, ενώ το βιολί θεωρείται πιο εξευγενισμένο, αν σκεφτούμε ότι έχει επιρροές από δυτικά και ευρωπαϊκά πρότυπα.
Φοιτήτρια τ.Μ.Ε.Τ, 23 ετών.


Παρατηρούμε πως το άκουσμα της νησιώτικης μελωδίας του Χουζάμ, παιγμένη από τον Στάθη Κουκουλάρη, ο οποίος είναι ένας από τους κορυφαίους βιολάτορες της Ελλάδας, δημιουργεί σε όλους τους ερωτώμενους παρόμοια συναισθήματα και σκέψεις. Συναισθήματα χαρμολύπης και εικόνες από νησιωτική Ελλάδα: θάλασσα, ήλιο και φως. Αυτομάτως λοιπόν ο ήχος του βιολιού παραπέμπει στη γεωγραφική τοποθεσία όπου θα το συναντούσαμε να παίζει αυτή τη μελωδία.
Στη δεύτερη ερώτηση οι απαντήσεις δείχνουν την αυτονόητη σύνδεση του βιολιού με το γλέντι και το πανηγύρι, τους γάμους και το χορό. Παρατηρούμε τις απαντήσεις της τέταρτης ερωτηθείσας. Η συγκεκριμένη φοιτήτρια, όπως αναφέρει, κατάγεται και έχει μεγαλώσει στην Κίσαμο της Κρήτης. Στον τόπο εκείνο άκουγε βιολιά με αποτέλεσμα πολύ φυσικά να έχει συνδέσει τον ήχο αυτό με τα βιώματα της και τα μέρη της.
Από τις απαντήσεις στην τρίτη ερώτηση συμπεραίνουμε ότι οι περισσότεροι συνδέουν το βιολί με τα νησιά της Ελλάδας και κυρίως του Αιγαίου. Δεν αγνοούν όμως τη θέση που κατέχει στις παραδοσιακές ορχήστρες των υπόλοιπων περιοχών της: Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις στην τέταρτη ερώτηση. Οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι το βιολί παίζεται και από τις γυναίκες, περίπου τον τελευταίο αιώνα, λόγω των προτύπων που ήρθαν από τη Δύση. Επίσης, η πλειοψηφία θεωρεί ότι το ρεπερτόριο του παραδοσιακού βιολιού υποστηρίζεται πιο εύκολα από μια γυναίκα, απ' ό,τι το ρεπερτόριο ενός οργάνου όπως ο ζουρνάς ή το κλαρίνο. Να επισημάνουμε εδώ ότι το ηχόχρωμα του βιολιού όπως και η ένταση του ήχου του, είναι πιο απαλά και ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία της γυναίκας, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν μπορεί μία γυναίκα κάλλιστα να παίξει δυναμικές μελωδίες. Οι περισσότεροι, προσθέτοντας στα παραπάνω, αναφέρονται στη θέση της γυναίκας στην κοινωνία τους τελευταίους αιώνες. Είναι γεγονός ότι μόνο τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες άρχισαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο παίζοντας βιολί, αφού παλιότερα η κοινωνία τους δεν τους επέτρεπε να εμφανίζονται δημόσια στα γλέντια ή στα πανηγύρια και να κατέχουν θέση οργανοπαίκτη, ίση με αυτή των αντρών.
Παρ' όλα αυτά μαθαίνουμε ότι σε κλειστές ακόμα κοινωνίες, όπως η Κίσαμος της Κρήτης, τα στερεότυπα αυτά ακόμα δεν έχουν αλλάξει. Η θέση της γυναίκας παραμένει κατώτερη από του άντρα, τουλάχιστον όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, με αποτέλεσμα να μην της δίνεται ελευθερία έκφρασης.
Ανατρέχοντας σε σχετική βιβλιογραφία (Χτούρης, 2007:367-368) παίρνουμε πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας στα τέλη του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα στη Λήμνο, και κατά πάσα πιθανότητα και σε άλλα ελληνικά νησιά που βρίσκονται κοντά στα μικρασιατικά παράλια, και όχι μόνο. Διαπιστώνουμε ότι οι γυναίκες τα τελευταία χρόνια διασκεδάζουν μαζί με τους άντρες στην πλατεία του χωριού και τους δίνεται η ευκαιρία να κοινωνικοποιηθούν με αυτό τον τρόπο. Όμως δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε γυναίκες που έπαιζαν μουσικά όργανα, τουλάχιστον στη βιβλιογραφία την οποία μελέτησα.
Γίνεται κάποια αναφορά σε τραγουδίστριες (Χτούρης, 2007:368). «Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Μύρινα υπήρχαν ήδη "...μικρά καφενεία όπου σύχναζε 'λαϊκός κόσμος' ...τα οποία προσκαλούσαν και τραγουδίστριες - κυρίως μικρές προσφυγοπούλες- τη δεκαετία του '20 και του '30, οι οποίες χόρευαν το χορό της κοιλιάς και τραγουδούσαν και έπαιζαν στα χέρια τους μεταλλικά κύμβαλα 'σαν καστανιέτες' [...]. Όταν τα καφενεία αυτά έφερναν τραγουδίστριες κάλυπταν τα παράθυρα με πανιά και κλαδιά. Οι γυναίκες δεν έβλεπαν με καλό μάτι τα καφενεία αυτά και τους άντρες τους που σύχναζαν σε αυτά.»


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1. Dawe. K., 2003, ‘The cultural Study of Musical Instruments’. Στο Clayton, Martin, et al (επιμ.), The cultural Study of music, a critical introduction (NY: Routledge), σελ. 274-283.
2. Ανωγειανάκης Φοίβος, 1991, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα (Αθήνα: Μέλισσα).
3. Χτούρης Σωτήρης (επιμ.), 2007, Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο ΙΙ, Λήμνος (19ος-21ος αιώνας) (Αθήνα: Έλλην).
4. Κοφτερός Δημήτρης, 1998, Μυτιληνιό Σαντούρι (Αθήνα: Διεθνής Οργάνωση Λαϊκής Τέχνης).

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

1. THE GREEK FOLK INSTRUMENTS, VOL.5, ΒΙΟΛΙ. Επιμέλεια παραγωγής: Ταμπούρης Πέτρος.