Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Το θέμα της εργασίας αυτής είναι τα μουσικά όργανα του ελλαδικού χώρου ως φορείς νοημάτων, στα πλαίσια του μαθήματος Ελληνικά Μουσικά Όργανα. Εξετάστηκαν τα μουσικά όργανα όχι μόνο ως όργανα παραγωγής ήχου και μουσικής, αλλά ως αναφορές σε κοινωνικά πρότυπα ή αντιλήψεις με τις οποίες έχουν συνδεθεί, προκαταλήψεις, εθνογραφικά στοιχεία ή άλλες έννοιες που τα χαρακτηρίζουν.
Είναι γεγονός πως η παραδοσιακή μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας εδώ και αιώνες. Σκοπός μου ήταν να ανακαλύψω σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο τα μουσικά όργανα καθρεφτίζουν τις διάφορες πτυχές των κοινωνιών της ελληνικής υπαίθρου. Μέσα από τη ματιά ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν απαραίτητα ασχοληθεί ιδιαίτερα με την παραδοσιακή μουσική, θεωρούν όμως αυτονόητη την συνύπαρξη της ελληνικής κοινωνίας με αυτή, προσπάθησα να προσδιορίσω τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα ελληνικό μουσικό όργανο: με ποια πολιτικά ή κοινωνικά πλαίσια το έχουν συνδέσει, τι νοήματα μπορεί να τους μεταφέρει, ποιες σκέψεις ή συναισθήματα μπορεί να τους προκαλεί.
Η ερευνητική μέθοδος που χρησιμοποίησα για την εργασία αυτή ήταν η συνέντευξη μέσω ερωτηματολογίου στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν τέσσερα άτομα. Οι ερωτηθέντες δεν επιλέχθηκαν απαραίτητα με βάση τη σχέση τους με τη μουσική. Ερωτήθηκαν δύο άνδρες και δύο γυναίκες: ένας φοιτητής του Τ.Ε.Ι. Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής 22 ετών, μία καθηγήτρια πιάνου 50 ετών, μία φοιτήτρια του τμήματος Μ.Ε.Τ στην κατεύθυνση της σύγχρονης μουσικής 23 ετών, και ένας οδοντίατρος 57 ετών.
Με τις ερωτήσεις που έθεσα στην συνέντευξη αυτή θέλησα να προσεγγίσω το παραδοσιακό βιολί, γιατί ασχολούμαι με το όργανο αυτό αρκετά χρόνια. Το βιολί είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα όργανα στον ελλαδικό χώρο, με πολύ χαρακτηριστικό ηχόχρωμα. Προσπάθησα λοιπόν να εκμαιεύσω από τους ερωτώμενους, βάζοντάς τους να ακούσουν μία μελωδία από παραδοσιακό νησιώτικο βιολί, τι συναισθήματα τους προκαλεί ο ήχος του βιολιού, εάν τον έχουν συνδέσει με χαρακτηριστικές εικόνες, αλλά και σε ποιο γεωγραφικό, πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο τοποθετούν το συγκεκριμένο όργανο. Επίσης έθιξα το θέμα του φύλου του οργανοπαίκτη, ερευνώντας τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τη διαφορά της θέσης του άντρα και της γυναίκας μέσα στην κοινωνία σε παλαιότερες εποχές, αλλά και τα κατάλοιπα των προκαταλήψεων αυτών, εάν υπάρχουν.
Πολλοί μουσικοί ερευνητές έχουν επισημάνει τη σχέση των μουσικών οργάνων με το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται. Σύμφωνα με τον Dawe (2003:274), «τα μουσικά όργανα σχηματίζονται, δομούνται και σμιλεύονται μέσα από την ατομική και συλλογική εμπειρία, ενώ παράλληλα κατασκευάζονται από μια μεγάλη ποικιλία φυσικών και συνθετικών υλών. Αποκτούν οντότητα εκεί όπου συναντιούνται η υλική, η κοινωνική και η πολιτισμική διάσταση». Ένα μουσικό όργανο προσδιορίζεται πλήρως και αποκτά ταυτότητα όταν τοποθετηθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, κοινωνικό και γεωγραφικό.
Όπως αναφέρει ο Ανωγειανάκης (1991:43), «η μελέτη των μουσικών οργάνων δε φωτίζει μόνο την ιστορία της μουσικής,[...] αλλά και πολλά προβλήματα της κοινωνιολογίας, της θρησκείας [...] και της γενικής ιστορίας». Οι εθνομουσικολόγοι απέδιδαν πάντα στα μουσικά όργανα κάθε τόπου ξεχωριστή σημασία, αφού αυτά βοηθούν στην κατανόηση των πολιτιστικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων.
O Χτούρης αναφέρει σχετικά (2007:42): «η ταύτιση συγκεκριμένων γλεντιστών ή μελών μίας κοινωνικής ομάδας ή τοπικής κοινότητας με ένα ηχητικό τοπίο που κατασκευάζεται μέσω της μουσικής επιτέλεσης, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο δίκτυο ανάλογων πρακτικών. Τέτοια δίκτυα [...] διαμορφώνουν ένα πλαίσιο για τη δημιουργία κοινών ερμηνευτικών κατευθύνσεων του γλεντιού και της ευρύτερης επιτέλεσης που συνδέεται με την "παραδοσιακή μουσική", μεταξύ των μελών διαφορετικών κοινωνικών μονάδων, τοπικών κοινοτήτων, ή ακόμα και εθνοτικών ομάδων. [...] Σε αρκετές περιπτώσεις τα δίκτυα αυτά δημιουργούνται από περιοδεύοντες μουσικούς ή κομπανίες, καθώς επίσης από γλεντιστές που επισκέπτονται τα λαϊκά πανηγύρια και τις τοπικές εορτές. Σε αυτή τη διαδικασία ταύτισης και διαφοροποίησης του ηχητικού τοπίου σημαντικό ρόλο παίζουν και τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν διάφοροι εκτελεστές. Οι ίδιοι ρυθμοί και μελωδίες μπορούν να επιτελούνται σε όμορες γεωγραφικές περιοχές με τη χρήση διαφορετικών μουσικών οργάνων (βιολί και σαντούρι, λύρα, πνευστά). Αυτή η διαφοροποίηση μετασχηματίζει μερικά τον τρόπο της μουσικής επιτέλεσης και εξειδικεύει το μουσικό ηχόχρωμα, έτσι ώστε να διαμορφώνονται ειδικά ηχητικά περιβάλλοντα.» Από αυτή τη σκοπιά, η συγκριτική προσέγγιση των ηχητικών τοπίων μπορεί να αποδώσει σημαντικά στοιχεία για τους μηχανισμούς που συγκροτούν, αναδεικνύουν και μεταβάλλουν διαχρονικά την πολιτιστική ταυτότητα και την πολιτιστική διαφοροποίηση ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με αναφορές του Ανωγειανάκη (1991:27) στην ελληνική κοινωνία, «μαζί με το τραγούδι και τα παλαμάκια, ο ελληνικός λαός χρησιμοποιεί από παλιά κάθε δυνατό συνδυασμό οργάνων, για να συνοδέψει το τραγούδι και το χορό του». Κάποιοι συνδυασμοί οργάνων καθιερώθηκαν με τον καιρό σαν οργανικά σχήματα, και χαρακτήριζαν την μουσική ζωή συγκεκριμένων περιοχών. Τα πιο γνωστά λαϊκά τέτοια σχήματα είναι η νησιώτικη ζυγιά βιολί -λαούτο, η ζυγιά της ηπειρωτικής Ελλάδας ζουρνάς-νταούλι κι η κομπανία κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι. Η ζυγιά ζουρνάς-νταούλι, λόγω του διαπεραστικού της ήχου ήταν κατάλληλη για ανοιχτούς χώρους, πανηγύρια και γλέντια στην πλατεία του χωριού. Η κομπανία αντίθετα, με πρωτεύον όργανο το κλαρίνο, έπαιζε στους κλειστούς χώρους λόγω του λεπτότερου ηχοχρώματος της. Με το πέρασμα του καιρού η ζυγιά ζουρνάς-νταούλι αντικαθίσταται από την κομπανία, όπως ακριβώς η αχλαδόσχημη λύρα αντικαθίσταται από το βιολί.
Οι λαϊκοί οργανοπαίχτες και ιδιαίτερα εκείνοι που έπαιζαν όργανα κατάλληλα για ανοιχτούς χώρους, όπως ο ζουρνάς ή το νταούλι, συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση του μουσικού φρονήματος των Ελλήνων της υπαίθρου. Μέσα από τη συνεχή ενασχόλησή τους με το όργανο στα πανηγύρια και τους γάμους, και θέλοντας πάντα να «χορέψουν» όσο καλύτερα μπορούσαν τον κόσμο, οι άνθρωποι αυτοί διαμόρφωσαν τη μουσική παράδοση της ελληνικής μουσικής, το οργανικό ύφος και τις δομές των μελωδιών (Ανωγειανάκης, 1991:28-29).
Βλέπουμε επίσης, όπως αναφέρει ο Κοφτερός(1998:15) χαρακτηριστικά για τους κατοίκους της Λέσβου ότι είχαν τη μουσική στο αίμα τους. Για κάθε κοινωνικό γεγονός και κάθε περίσταση είχαν στα χείλη τους έτοιμο ένα τραγούδι και μια μελωδία, που παιζόταν με τη συνοδεία οργάνων. Τα μουσικά όργανα του νησιού ήταν το βιολί, το σαντούρι και τα «φυσερά», όπου όλα μαζί αποτελούσαν την κομπανία. Σε κάθε χωριό του νησιού υπήρχε τουλάχιστον μία κομπανία, ενώ σε διάφορες περιοχές υπήρχε και η ζυγιά με γκάιντα ή ζουρνά και νταούλι.
Το βιολί κατασκευάστηκε στην Ελλάδα σύμφωνα με τα πρότυπα της Δύσης (http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tradition/traditional_music.htm). Ο τρόπος παιξίματος όμως προσαρμόστηκε, η τεχνική του άλλαξε και αφομοιώθηκε από τις παραδόσεις των νησιών του Αιγαίου. Οι τέσσερις χορδές του κουρδίζονται σε πέμπτες (σολ, ρε, λα, μι) αν και συναντούμε πολλούς οργανοπαίκτες να κουρδίζουν τη χορδή μι, σε ρε, «αλά τούρκα», δηλαδή όπως οι Τούρκοι (www.nikaria.gr). Το συναντάμε ανά την Ελλάδα σε πολλές περιοχές. Θα το βρούμε στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, και στα δύο άκρα της Κρήτης (Χανιά και Λασίθι) να πρωταγωνιστεί στη νησιώτικη ζυγιά (βιολί, λαούτο). Σε όλα τα παραπάνω μέρη πλέον είναι το βασικό μελωδικό όργανο, αν και παλαιότερα το λαούτο δεν είχε αποκλειστικά συνοδευτικό ρόλο. Επίσης το συναντάμε στην ηπειρωτική Ελλάδα να συμμετέχει ως δευτερεύον μελωδικό όργανο στην κομπανία (βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, λαούτο) (Ανωγειανάκης, 1991:276). Παρ’ όλο που το κλαρίνο εδώ είναι το βασικότερο μελωδικό όργανο, το βιολί δε λείπει ποτέ. Συμπληρώνει με το ηχόχρωμα, τα γεμίσματα και τις μελωδίες στη χαμηλή οκτάβα και δένει αρμονικά με τα υπόλοιπα όργανα.
Εκτός από την κοινή ονομασία του το συναντάμε και με άλλες ονομασίες: διολί (Ήπειρος), βιολάριν και βιολούδιν, βκιολίν (Κύπρος), ιβγιλί (Σιάτιστα), βγελούνι (Χίος), βζολί (Κάλυμνος), δγουλί (Καστοριά), κ.ά. Παλαιότερα το βιολί παιζόταν από πολλούς κρατημένο στον αριστερό μηρό, όπως η λύρα. Ο λαϊκός βιολιστής σήμερα κρατάει το βιολί με το γνωστό τρόπο, δηλαδή ακουμπάει το βιολί στον ώμο του, χωρίς όμως να το πιέζει και με το σαγόνι, όπως γίνεται με τους βιολιστές της ευρωπαϊκής μουσικής. Αντίθετα, στηρίζει το βιολί με τον καρπό του αριστερού χεριού του και την παλάμη του που αγκαλιάζει το μανίκι του οργάνου. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί την τεχνική του λαϊκού βιολιστή από αυτή του κλασικού. Η τεχνική της κίνησης του δοξαριού είναι επίσης πιο απλή. Ο λαϊκός βιολιστής δεν χρησιμοποιεί όλο το δοξάρι, αλλά ένα μέρος του, ενώ συχνά κινεί παράλληλα και το δοξάρι.
Σήμερα ο λαϊκός βιολιστής, επηρεασμένος από τη δυτική μουσική, υιοθετεί σιγά σιγά την τεχνική των βιολιστών της κλασικής μουσικής κρατώντας μόνο τις παραδοσιακές τεχνικές που απαιτούνται για την εκτέλεση του ελληνικού μουσικού ύφους. (Ταμπούρης: THE GREEK FOLK INSTRUMENTS, Βιολί).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


Ερωτήσεις

1.Τι σου έρχεται στο μυαλό ακούγοντας αυτή τη μελωδία (Χουζάμ, Στάθης Κουκουλάρης, από τον δίσκο: Από τη Μικρασία στο Αιγαίο); (σκέψεις, συναισθήματα, θύμησες).
2.Με τι έχεις συνδέσει τις λέξεις «παραδοσιακό βιολί» και γιατί;
3.Έχεις συνδέσει το παραδοσιακό βιολί με κάποια συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας και για ποιο λόγο;
4.Το βιολί συνηθίζεται να παίζεται και από άντρες και από γυναίκες. Υπάρχουν άλλα όργανα όπως π.χ. το κλαρίνο ή ο ζουρνάς, τα οποία παίζονται μόνο από άντρες. Γιατί πιστεύεις ότι με το βιολί δεν συμβαίνει αυτό;

Απαντήσεις

1. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι εικόνες τις οποίες μου ενεργοποιεί η συγκεκριμένη μουσική είναι διάφορες αλλά όχι πολύ διαφορετικές. Ο ήλιος και το φωτεινό στοιχείο κυριαρχούν ως εικόνες. Το λευκό, το κίτρινο και το γαλάζιο κυριαρχούν σαν χρώματα στις σκέψεις μου, καθώς και αρμονική συνύπαρξη υγρού και αέρινου στοιχείου. Προφανώς και επηρεάζομαι από το γεγονός το ότι αυτό που ακούω είναι νησιώτικο. Αυτά που με κάνει να θυμάμαι είναι νησιώτικες φορεσιές, γυναικείες και αντρικές, να λικνίζονται αργά αλλά παλμικά από χορευτές τους σε μια ηλιόλουστη πλατεία ή σε αυλή εκκλησίας, καθώς και τους μουσικούς να συμμετέχουν ενεργά σε όλη τη χορευτική αυτή επιτέλεση.

2. Τον όρο παραδοσιακό βιολί τον έχω συνδέσει αρχικά με τους τόπους στους οποίους το συναντούμε και το ακούμε καθώς και με οργανοπαίκτες του βιολιού, επειδή όλα όσα ανέφερα είναι τα μέσα και τα μέρη όπου μπορούμε να έρθουμε σε οπτική και ακουστική επαφή με αυτό που λέγεται παραδοσιακό βιολί. Ο προσδιορισμός ‘παραδοσιακό’ συνδέει αυτόματα το βιολί με το γήινο θαλασσινό ή ορεινό στοιχείο, ανάλογα τη γεωγραφία καθώς το κλασσικό βιολί συνηθίζουμε να το ακούμε σε κλειστούς χώρους.
3. Έχω συνδέσει το παραδοσιακό βιολί με το Αιγαίο, την Ήπειρο, και τη Μικρά Ασία (αν βέβαια η τελευταία μπορεί να ενταχτεί στο μουσικογεωγραφικό πολιτισμικό της ελληνικής κουλτούρας), γιατί πολύ απλά σε αυτά τα μέρη είναι ακόμη ζωτικός και ζωντανός ο ρόλος του.
4. Νομίζω ότι το γεγονός ότι το βιολί παίζεται και από γυναίκες οφείλεται σε μουσικοστυλιστικά πρότυπα της Δύσης, όπως επίσης και από κοινωνικά στερεότυπα που αφορούν τη θέση της γυναίκας στους τελευταίους αιώνες. Επιπρόσθετα, παίζει ρόλο και το ρεπερτόριο του βιολιού που μπορεί μια γυναίκα να υποστηρίξει και να υπηρετήσει. Πότε δε συναντούμε μια γυναίκα να παίζει σμυρναίικο βιολί σε έναν τεκέ, αλλά βλέπουμε γυναίκες να παίζουν, ακόμη και παραδοσιακό βιολί, σε μουσικές σκηνές. Το βιολί ως τεχνική μουσική οντότητα έχει συνδεθεί με αρμονικά αισθητικά πρότυπα με τα οποία μπορεί μια γυναίκα να συμβαδίσει σε αυτά με περισσότερη ευκολία σε σχέση με άλλα όργανα, των οποίων βέβαια δεν αμφισβητούμε την αισθητική τους.
Φοιτητής τμήματος Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής, Τ.Ε.Ι. Άρτας, 22 ετών.


1. Το άκουσμα αυτής της μελωδίας μου προκαλεί συναισθήματα που ταιριάζουν περισσότερο με τις έννοιες της λύπης και της μελαγχολίας. Όμως είναι σαφές ότι όλα αυτά διαπνέονται από μία αίσθηση ηρεμίας, που δεν έχει τίποτε να κάνει με αυτό που ονομάζουμε «γοερό θρήνο». Πιθανόν τα συναισθήματα αυτά που μου δημιουργήθηκαν, να έχουν σχέση και με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν όταν άκουσα τη μελωδία, όμως η συγκεκριμένη μελωδία δεν κατάφερε να μου αλλάξει τη διάθεση (δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι αυτός μπορεί να ήταν ο σκοπός του καλλιτέχνη), όπως ασφαλώς θα συνέβαινε με άλλες μελωδίες, παιγμένες πάλι από παραδοσιακό βιολί.
2. Το παραδοσιακό βιολί είναι όργανο με το οποίο είναι δεμένη η ζωή της ελληνικής υπαίθρου (όχι ασφαλώς των μεγάλων αστικών κέντρων). Είναι απαραίτητο στοιχείο σε όλες τις γιορτές, τα πανηγύρια, τους γάμους και τα γλέντια του ελληνικού χωριού. Ακόμη έχω την αίσθηση ότι το παραδοσιακό βιολί αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας στο παίξιμο και έκφρασης στον οργανοπαίκτη, από ό,τι αφήνει το κλασσικό βιολί, όπου τα πράγματα εκεί είναι πιο «στυλιζαρισμένα». Ο αυτοσχεδιασμός στην παραδοσιακή μουσική αποτελεί σχεδόν κανόνα, όχι μόνο για το βιολί αλλά για τα περισσότερα παραδοσιακά όργανα, ενώ στην κλασσική (δυτική) μουσική είναι κάτι το εντελώς εξειδικευμένο.
3. Είναι γνωστό ότι το βιολί είναι το κατ’ εξοχή όργανο του ελληνικού νησιού και ιδιαίτερα του Αιγαίου, πολύ λιγότερο του Ιονίου και της Κρήτης. Όμως ακούγεται συχνά και στη Μακεδονία και τη Θράκη και λιγότερο στην υπόλοιπη Ηπειρωτική Ελλάδα, όπου κυριαρχεί το κλαρίνο. Η σύνδεση που υπάρχει στη σκέψη μου με τις περιοχές αυτές προέρχεται από τις μελωδίες που έχω ακούσει, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω κάποια άλλη αιτία.
4. Η αναφορά στην ερώτηση αυτή γίνεται στα παραδοσιακά όργανα (παραδοσιακό βιολί, κλαρίνο, ζουρνάς). Θα έλεγα ότι το βιολί που συνηθίζεται να παίζεται και από άνδρες και από γυναίκες είναι το κλασικό βιολί και όχι το παραδοσιακό. Το παραδοσιακό βιολί άρχισε να παίζεται και από γυναίκες τα τελευταία χρόνια και αυτό βέβαια δεν είναι κακό. Αν ανατρέξουμε όμως στο πρόσφατο παρελθόν της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, με δυσκολία θα βρούμε, ίσως, κάποια γυναίκα οργανοπαίκτρια παραδοσιακού βιολιού. Εγώ τουλάχιστον, δεν έχω υπόψη μου καμία. Όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι παραδοσιακού βιολιού στις ημέρες μας, αλλά και οι οργανοπαίκτες στη δισκογραφία μέχρι την εποχή του 1960, τουλάχιστον στην προσιτή σε μένα, είναι άνδρες.
Η αιτία αυτού του γεγονότος, έχω τη γνώμη ότι πρέπει να αναζητηθεί στην κοινωνική θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα της ελληνικής υπαίθρου, αλλά και της κοινωνίας της Κωνσταντινούπολης και των παραλίων της Μ. Ασίας, κατά τους χρόνους από την απελευθέρωση μέχρι και το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα, η οποία δεν της επέτρεπε να «εκτεθεί», παίζοντας δημόσια κάποιο όργανο (όχι μόνο βιολί), για να χορεύουν και να διασκεδάζουν οι άνδρες. Η αλλαγή της κοινωνικής θέσης της γυναίκας κατά τα τελευταία χρόνια της έδωσε τη δυνατότητα να εκφράζεται καλλιτεχνικά και στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής και εκτιμώ ότι στα επόμενα χρόνια θα υπάρξει έντονη η γυναικεία παρουσία και στα μουσικά σχήματα που εμφανίζονται, αλλά και στο χώρο της δισκογραφίας.
Ας προσθέσω στα παραπάνω, μια και στην ερώτηση το βιολί αντιδιαστέλλεται προς το κλαρίνο και το ζουρνά, ότι για τα δύο αυτά όργανα μάλλον δεν βοηθάει και η σωματική διάπλαση της γυναίκας, διότι χρειάζονται «γερά πνευμόνια» για να παίξεις παραδοσιακά πνευστά.
Οδοντίατρος, 57 ετών.

1. Αυτή η μελωδία μου δημιουργεί ένα αίσθημα χαρμολύπης. Χωρίς να είναι πολύ χαρούμενη, μου δίνει μία αίσθηση ηρεμίας και ελπίδας. Σκέφτομαι ότι η ζωή μπορεί να είναι δύσκολη, αλλά είναι και όμορφη. Και αυτό που την ομορφαίνει είναι η Αλήθεια και η Αγάπη.
2. Με τους ελληνικούς χορούς και την ελληνική μουσική, με το ελληνικό παραδοσιακό γλέντι.
3. Με τα νησιά (του Ιονίου και του Αιγαίου), γιατί σ’ αυτές τις περιοχές είναι βασικό όργανο το βιολί στους χορούς και τα τραγούδια που έχω ακούσει.
4. Υποθέτω ότι το κλαρίνο και περισσότερο ο ζουρνάς, είναι κουραστικά στο φύσημα. Πάντως το να παίζουν γυναίκες μουσική παραδοσιακή με όργανα παραδοσιακά δημόσια σε πανηγύρια, πρέπει να είναι φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Γιαγιάδες να τραγουδούν έχω δει σε εκπομπές παραδοσιακής μουσικής, αλλά να παίζουν όργανα δεν έχω δει ποτέ. Επίσης, ξέρω ότι οι γυναίκες τραγουδούσαν σε δημόσιες εκδηλώσεις. Για όργανα όμως, δεν θυμάμαι να άκουσα ποτέ ή να είδα γυναίκες να παίζουν σε απεικονίσεις ή έστω σε ηχογραφήσεις παλαιές.
Εκπαιδευτικός, 50 ετών.


1. Η μελωδία αυτή μου θυμίζει χορό στα καλοκαιριάτικα πανηγύρια του χωριού που μεγάλωσα, την Κίσαμο της Κρήτης, με φαγητά και μπαλοθιές, άσπρα σπιτάκια, γιαγιάδες να χορεύουν, καμάρες, μαντήλια και θάλασσα.
2. Έχω συνδέσει τις λέξεις παραδοσιακό βιολί με την Κρήτη και τα χορευτικά όπου χορεύαμε και μας συνόδευαν βιολιά, αλλά και τις χοροεσπερίδες και τους γάμους, όπου εκεί ακούγαμε βιολιά. Ερχόμενη πριν λίγα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, άκουσα εντελώς διαφορετικά παιξίματα από μακεδονίτικα βιολιά.
3. Ναι, με τα χωριά της Κρήτης στα Χανιά και το Λασίθι., επειδή εκείνα τα μέρη ήταν ο μοναδικός τόπος στον οποίο άκουγα βιολιά, αλλά και χαρακτηριστικός ήταν ο τρόπος με τον οποίο άκουγα να παίζεται το βιολί, αφού δεν είχα άλλα ακούσματα π.χ. Κλασικού βιολιού.
4. Πιστεύω ότι και με το βιολί γίνεται αυτό. Ειδικά στο κρητικό βιολί. Δεν θα συναντήσεις εύκολα γυναίκα στην Κρήτη να παίζει βιολί, και εάν βρεις θα την περιφρονούν και δεν θα μπορεί εύκολα να παίξει σε δουλειά ή πανηγύρι. Οι περισσότερες γυναίκες στην Κρήτη παίζουν μαντολίνο. Δεν το επιτρέπει η κοινωνία κάτω, είναι πιο κλειστή. Αυτό βέβαια συμβαίνει στην κρητική μουσική, όχι στην έντεχνη. Παρ' όλα αυτά εδώ στη Μακεδονία έχω δει αρκετές γυναίκες να παίζουν βιολί. Νομίζω πως αυτό έχει σχέση με τη θηλυκότητα που βγάζει αυτό το όργανο. Ο ζουρνάς και το κλαρίνο έχουν συνδεθεί από παλιά με το αντρικό φύλο, ενώ το βιολί θεωρείται πιο εξευγενισμένο, αν σκεφτούμε ότι έχει επιρροές από δυτικά και ευρωπαϊκά πρότυπα.
Φοιτήτρια τ.Μ.Ε.Τ, 23 ετών.


Παρατηρούμε πως το άκουσμα της νησιώτικης μελωδίας του Χουζάμ, παιγμένη από τον Στάθη Κουκουλάρη, ο οποίος είναι ένας από τους κορυφαίους βιολάτορες της Ελλάδας, δημιουργεί σε όλους τους ερωτώμενους παρόμοια συναισθήματα και σκέψεις. Συναισθήματα χαρμολύπης και εικόνες από νησιωτική Ελλάδα: θάλασσα, ήλιο και φως. Αυτομάτως λοιπόν ο ήχος του βιολιού παραπέμπει στη γεωγραφική τοποθεσία όπου θα το συναντούσαμε να παίζει αυτή τη μελωδία.
Στη δεύτερη ερώτηση οι απαντήσεις δείχνουν την αυτονόητη σύνδεση του βιολιού με το γλέντι και το πανηγύρι, τους γάμους και το χορό. Παρατηρούμε τις απαντήσεις της τέταρτης ερωτηθείσας. Η συγκεκριμένη φοιτήτρια, όπως αναφέρει, κατάγεται και έχει μεγαλώσει στην Κίσαμο της Κρήτης. Στον τόπο εκείνο άκουγε βιολιά με αποτέλεσμα πολύ φυσικά να έχει συνδέσει τον ήχο αυτό με τα βιώματα της και τα μέρη της.
Από τις απαντήσεις στην τρίτη ερώτηση συμπεραίνουμε ότι οι περισσότεροι συνδέουν το βιολί με τα νησιά της Ελλάδας και κυρίως του Αιγαίου. Δεν αγνοούν όμως τη θέση που κατέχει στις παραδοσιακές ορχήστρες των υπόλοιπων περιοχών της: Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις στην τέταρτη ερώτηση. Οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι το βιολί παίζεται και από τις γυναίκες, περίπου τον τελευταίο αιώνα, λόγω των προτύπων που ήρθαν από τη Δύση. Επίσης, η πλειοψηφία θεωρεί ότι το ρεπερτόριο του παραδοσιακού βιολιού υποστηρίζεται πιο εύκολα από μια γυναίκα, απ' ό,τι το ρεπερτόριο ενός οργάνου όπως ο ζουρνάς ή το κλαρίνο. Να επισημάνουμε εδώ ότι το ηχόχρωμα του βιολιού όπως και η ένταση του ήχου του, είναι πιο απαλά και ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία της γυναίκας, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν μπορεί μία γυναίκα κάλλιστα να παίξει δυναμικές μελωδίες. Οι περισσότεροι, προσθέτοντας στα παραπάνω, αναφέρονται στη θέση της γυναίκας στην κοινωνία τους τελευταίους αιώνες. Είναι γεγονός ότι μόνο τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες άρχισαν να εμφανίζονται στο προσκήνιο παίζοντας βιολί, αφού παλιότερα η κοινωνία τους δεν τους επέτρεπε να εμφανίζονται δημόσια στα γλέντια ή στα πανηγύρια και να κατέχουν θέση οργανοπαίκτη, ίση με αυτή των αντρών.
Παρ' όλα αυτά μαθαίνουμε ότι σε κλειστές ακόμα κοινωνίες, όπως η Κίσαμος της Κρήτης, τα στερεότυπα αυτά ακόμα δεν έχουν αλλάξει. Η θέση της γυναίκας παραμένει κατώτερη από του άντρα, τουλάχιστον όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα, με αποτέλεσμα να μην της δίνεται ελευθερία έκφρασης.
Ανατρέχοντας σε σχετική βιβλιογραφία (Χτούρης, 2007:367-368) παίρνουμε πληροφορίες για τη θέση της γυναίκας στα τέλη του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα στη Λήμνο, και κατά πάσα πιθανότητα και σε άλλα ελληνικά νησιά που βρίσκονται κοντά στα μικρασιατικά παράλια, και όχι μόνο. Διαπιστώνουμε ότι οι γυναίκες τα τελευταία χρόνια διασκεδάζουν μαζί με τους άντρες στην πλατεία του χωριού και τους δίνεται η ευκαιρία να κοινωνικοποιηθούν με αυτό τον τρόπο. Όμως δεν υπάρχει καμιά αναφορά σε γυναίκες που έπαιζαν μουσικά όργανα, τουλάχιστον στη βιβλιογραφία την οποία μελέτησα.
Γίνεται κάποια αναφορά σε τραγουδίστριες (Χτούρης, 2007:368). «Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Μύρινα υπήρχαν ήδη "...μικρά καφενεία όπου σύχναζε 'λαϊκός κόσμος' ...τα οποία προσκαλούσαν και τραγουδίστριες - κυρίως μικρές προσφυγοπούλες- τη δεκαετία του '20 και του '30, οι οποίες χόρευαν το χορό της κοιλιάς και τραγουδούσαν και έπαιζαν στα χέρια τους μεταλλικά κύμβαλα 'σαν καστανιέτες' [...]. Όταν τα καφενεία αυτά έφερναν τραγουδίστριες κάλυπταν τα παράθυρα με πανιά και κλαδιά. Οι γυναίκες δεν έβλεπαν με καλό μάτι τα καφενεία αυτά και τους άντρες τους που σύχναζαν σε αυτά.»


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1. Dawe. K., 2003, ‘The cultural Study of Musical Instruments’. Στο Clayton, Martin, et al (επιμ.), The cultural Study of music, a critical introduction (NY: Routledge), σελ. 274-283.
2. Ανωγειανάκης Φοίβος, 1991, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα (Αθήνα: Μέλισσα).
3. Χτούρης Σωτήρης (επιμ.), 2007, Μουσικά Σταυροδρόμια στο Αιγαίο ΙΙ, Λήμνος (19ος-21ος αιώνας) (Αθήνα: Έλλην).
4. Κοφτερός Δημήτρης, 1998, Μυτιληνιό Σαντούρι (Αθήνα: Διεθνής Οργάνωση Λαϊκής Τέχνης).

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

1. THE GREEK FOLK INSTRUMENTS, VOL.5, ΒΙΟΛΙ. Επιμέλεια παραγωγής: Ταμπούρης Πέτρος.